Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Πρωτοχρονιάτικη συγκέντρωση αλληλεγγύης στις φυλακές Κορυδαλλού

athens.indymedia.org
Αθήνα,Φυλακές Κορυδαλλού, Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012, 23:30

Ακριβής τοποθεσία:   Γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού
Διοργάνωση:   αναρχικές,αναρχικοί


"Ο κρατούμενος στη φυλακή σταματά να ζει, απλά επιβιώνει. Ο καθένας φτιάχνει το καλούπι του καταφεύγοντας σε τυποποιημένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. (...)Είναι απλά ένας ακόμη αριθμός, άλλη μια σκόρπια δικογραφία πάνω σ' ένα σιδερένιο κρεβάτι, σ' ένα στενό κελί. Ένας αριθμός λιγότερος και δεν τρέχει τίποτα. Άλλωστε οι κρατούμενοι για το πειθαρχικό σύστημα δεν γεννήθηκαν, απλά φύτρωσαν και έτσι όπως φύτρωσαν θα ξεριζωθούν."
απόσπασμα από γράμμα συντρόφου για τις φυλακές

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

Από το Σαντιάγο μέχρι το Μόντρεαλ
και από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τα Χανιά
10,100,1000
συγκεντρώσεις αλληλεγγύης έξω από φυλακές,αναμορφωτήρια,στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών.
Όταν όλος ο κόσμος γιορτάζει εμείς θυμόμαστε αυτούς που ο κόσμος θέλει να ξεχάσει


Re-bloged from: http://anor8ografoii.blogspot.gr/2012/12/blog-post_27.html

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Καλημέρα λοιπόν..

Δεν μας φτάνουν οι "Καλημέρες"..
Δεν αρκούμαστε στις καλές μέρες..

Θέλουμε Υπέροχες Μέρες
Υπέροχους Ανθρώπους και 
Υπέροχες Ζωές..

Δε φοράμε στιλιζαρισμένα χαμόγελα
Δεν πίνουμε τον καφέ της παρηγοριάς 
μπροστά σε κιτρινισμένες πρωινές φυλλάδες..


Θέλουμε να ξυπνάμε σε Υπέροχους Κόσμους
με Χαμογελαστά Παιδιά
Θέλουμε να Ζήσουμε..

κι αυτό δεν χωράει αναβολή..!



Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Κάτι απ'τα παλιά (3)




Ζώντας μηχανικά και υπνωτισμένα
τι να είναι αυτό που μας κινεί τα νήματα;
Ποιός άραγε αποφασίζει για εμάς
και ορίζει την ημερομηνία λήξης μας;

Άλλαξαν οι καιροί και οι συνήθειες
και οι φωτιές που κάποτε ανάψαμε.. έσβησαν..!
Χάσαμε τα όνειρά μας πριν καιρό
εμείς οι ίδιοι που κάποτε ελπίζαμε.

Ανοίγω την πόρτα και χάνομαι..
Βγαίνω κρυφά απ'το παράθυρο και τρέχω.
Δεν με βλέπουν..Δε με φτάνουν..
Μόνο βροχή, λάσπες και χώματα

Φοβάμαι το φως και τον ήλιο..
Μόνο βροχή...

Να βλέπω τα όνειρα μας να σέρνονται
και να λαμπυρίζουν στις γεμάτες βρομόνερα λακκούβες.
Φοβάμαι ότι το φως θα στεγνώσει το νερό
κι έτσι θα χάσω και τα τελευταία ίχνη τους!

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Κάτι απ'τα παλιά (2)

Πόσο κενός μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος;
Πόσο εύκολα μπορεί να αδειάσει το κορμί απ'την ψυχή του;
Νεκρές εικόνες και πεθαμένες αναμνήσεις..
Πώς ήσουν τότε που ξεκίνησες..;

Φοβάσαι τον καθρέφτη όπως κι εγώ,
μα όταν εκείνος τολμήσει να σε δει στα μάτια
τρέμεις και σπας μπροστά του από ντροπή..!
Μέσα στη γύμνια σου -αλήθεια- τι προσπαθείς να κρύψεις;

Χάθηκαν οι έννοιες που ήξερες
κι λέξεις τώρα πια απόκτησαν χιλιάδες ερμηνείες.
Ψάχνεις απάντηση μέσα σε "ίσως" και σε "αλλά"...
Σε παρασέρνει εκεί που θέλει και σε τρομάζει.

Κάποιος τραβάει το χαλί κάτω απ'τα πόδια σου
και η εικόνα του τι είσαι,μπερδεύετε μ'αυτό που θα'θελες.
Άλλο το "είμαι"..κι άλλο το "δείχνω"..
Μα χάθηκα...
και πάνε χρόνια που με ψάχνω...
και δε με βρίσκω πουθενά...!


Κάτι απ'τα παλιά (1)



Την ήξερα,
την ήξερα όταν ήταν νέα...

Και όμορφη,
γεμάτη όνειρα!

Πριν να της χαρίσει...
παιδιά χωρίς αγάπη...

Πριν να της σπάσει το σώμα...
και μετά την ψυχή της...!

Είπαν ότι σκότωσε τον εαυτό της
την περασμένη εβδομάδα...

Νομίζω πως ήταν...
νεκρή από καιρό... ...!

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Φαιδροί σκλάβοι


Παραταγμένοι σε ένα μίζερο σαλόνι
αποχαυνωμένοι...
μπροστά σε μια παλιά οθόνη.
Αρκούμαστε σε ότι μας λένε..
Σιωπούμε...

Στοιχισμένοι μπροστά απ'το τραπέζι
λιμασμένοι...
πρόσωπα σκυθρωπά κι όμως..
Αρκούμαστε στα ψίχουλα
που μας πετάνε...

Σαν στρατιώτες στο στίβο μάχης
ακροβολισμένοι...
Εκτελούμε τις εντολές που μας δίνουν
Αρκούμαστε να "επιβιώνουμε"
όπως εκείνοι θέλουν...

Συνεπτυγμένοι..
τόσο πολλοί..μα τόσο μόνοι.
"Ευτυχισμένοι"...τάχα...
Αρκούμαστε να προσποιούμαστε
πως ζούμε...

Δε ζούμε...
Δε θα ζήσουμε ποτέ..
Γιατί είναι λίγοι αυτοί που πιάσαν
τη ζωή απ'τα μαλλιά...
Εμείς απλά αρκούμαστε...


Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ιχνηλατώντας τον Δεκέμβρη..


Το βιβλίο αυτό επιμελήθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ότι αφορά την ύλη του ο Λάμπρος Φούντας. 
Εκδόθηκε τον Μάιο του 2009 και αφορά τον Δεκέμβρη. Περιλαμβάνει ένα χρονικό της εξέγερσης, τα ελπιδοφόρα μηνύματά της και αναλύει τις αντιδράσεις των πολιτικών και των μέσων ενημέρωσης. Αναφέρεται στη κατάληψη της ΓΣΕΕ και στις δράσεις αλληλεγγύης εντός και εκτός συνόρων. Επίσης συμπεριλαμβάνει επιστολές φυλακισμένων συντρόφων σχετικές με το Δεκέμβρη.
Ιχνηλατώντας τον Δεκέμβρη

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Να Σ' Αγαπώ Όπως Πάντα..


Θέλω να σε φιλήσω...

Να πιάσω με τα χέρια μου το πρόσωπό σου

να το φέρω κοντά στο δικό μου

και να σε φιλήσω...



   
     Να νιώσω τα χείλη σου πάνω στα δικά μου,
     την ανάσα σου να καίει τα σωθικά μου.
     Και την ώρα αυτή με μιας..να τραβήξω το κεφάλι σου
     τόσο δυνατά που να το ξεριζώσω..
     και να το πάρω αγκαλιά μου..

     Να γεμίσουν τα χέρια κι αγκαλιά μου αίματα,
     να καταλάβεις τότε πόσο σ'αγαπώ..
     Να κολλήσει το αίμα σου πάνω μου,
     να ενωθούμε όπως ποτέ άλλοτε..

     Να σε κρατήσω για πάντα εκεί..
     αγκαλιά μου..
     Να καθαρίζουν τα δάκρυα μου το αίμα..
     και να σ'αγαπώ..
     Να σ'αγαπώ με όλη μου τη δύναμη..
                             Όπως τότε...
                                                  όπως τώρα...
                                                                       όπως πάντα... !

Θέλω να γίνω ζωή μέσα στα πεθαμένα μου πνευμόνια...

Θέλω να βρω υπόγειο σκοτεινό
να μείνω εκεί για πάντα..ως το τέρμα.
Μοναχικά, χωρίς παρέες και φωνές..
χωρίς τις ψεύτικες ζωές και τα καλά σας.

Δε θέλω έπιπλα, κουρτίνες κι ομορφιές
μόνο μια λάμπα κίτρινη, ξεθωριασμένη.
Να συντροφεύομαι όλη τη νύχτα από σκιές
μα το ξημέρωμα να με αφήνουν μόνη.

Να ξύνω με τα νύχια μου τους τοίχους
μέχρι να γίνουν κοφτερά μαχαίρια..
Θα καταφέρω λέει μια μέρα
να τα καρφώσω με θυμό στα ψόφια κορμιά σας.

Να δοκιμάζω τις κραυγές μου στο σκοτάδι
μέχρι να γίνουν φριχτά ουρλιαχτά.
Δε θα μ' αντέχουν τότε πια τ' αφτιά σας
και θα χαλάω με αυτά τις ήρεμες νυχτιές σας.

Να σπάσω την ησυχία σας θέλω...
Κάθε νύχτα μιλάτε, γελάτε, κοιμάστε, πηδιέστε..
Πάντα ήσυχα..πάντα πνιχτά..
πάντοτε κρυμμένοι και ασφαλείς ..πάντα..

Να μην φοβάμαι θέλω...
Να μην ησυχάζω...
Να μην κρύβομαι...
Να μην σας μοιάσω...

Να γίνω ο φόβος...
Να χαλάσω την ησυχία σας...
Να κρύβεστε όταν θα ουρλιάζω..
Να ντρέπεστε για το σημείο που με φτάσατε..

Μια μέρα θα γίνω φωτιά -ακούς?-
Μια μέρα θα πετάξω το φόβο
Μια μέρα θα γίνω αυτό που -εγώ- θέλω..
-αυτό που ξέρω καλά να κρύβω..-
Μια μέρα θα θυμηθώ να ζήσω...



Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε. Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε. Μη.... Βρέχει... Δώσ'μου τσιγάρο..


Θα κάνω αυτό που δεν πρόλαβες εσύ...



Το πρωί έφυγε από το σπίτι του όπως όλα τα άλλα πρωινά. Φίλησε τη σύντροφό του και την κορούλα του, κάνοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να μην προδοθεί και αφήσει και φανεί κάτι από τα σφοδρά συναισθήματα που συντάραζαν την ψυχή του. Και το κατάφερε.

Μόνο για μια στιγμή, εκεί στο κατώφλι της πόρτας, κόντεψε να χάσει τον αυτοέλεγχό του, όταν η Μαρία τον ρώτησε τι 

φαγητό θα ήθελε να του φτιάξει το βράδυ. «Έχει μείνει λίγο λαρδί από την Κυριακή, θέλεις να σου το κάνω με φασόλια που σ’ αρέσει;», είπε, κι εκείνον τον έπνιξε ένα κύμα συγκίνησης, που ανέβηκε ορμητικό από τα σωθικά του. Έγνεψε καταφατικά αντί για άλλη απάντηση, ανίκανος να προφέρει έστω και μια λέξη χωρίς να ξεσπάσει σε κλάματα. Της έκανε αντίο με το χέρι κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Στάθηκε ένα λεπτό στο κεφαλόσκαλο να συνέλθει, σκούπισε τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρυα. «Καημενούλες μου, τι θ’ απογίνετε;» αναστέναξε. Κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια και βγήκε στο δρόμο. Ο καιρός ήταν μουντός και φυσούσε ένα ελαφρό αλλά παγωμένο αεράκι. Σήκωσε τα πέτα του χιλιοφορεμένου ντρίλινου πανωφοριού του, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κίνησε. Δεν πήρε όμως την κατεύθυνση για τη δουλειά του ως συνήθως, παρά κατηφόρισε προς το ποτάμι. Πέρασε στην αντίπερα όχθη και βάδισε κατά μήκος της προκυμαίας με κατεύθυνση το μέγαρο της Βουλής. Όχι πολύ μακριά από εκεί είχε νοικιάσει την προηγούμενη ένα δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο και είχε εναποθέσει τα σύνεργά του.

***

Μόλις βρέθηκε μόνος στο δωμάτιο, στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Είχε αρκετό χρόνο μπροστά του, αλλά ήθελε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα. Άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε από μέσα μερικά φυσίγγια δυναμίτη. Τα έστησε όρθια στο πάτωμα, κολλητά το ένα στο άλλο, έτσι που να σχηματίζουν δέσμη και σφήνωσε ανάμεσά τους ένα πυροκροτητή από βροντώδη υδράργυρο, που τον συνέδεσε με ένα φυτίλι. Έδεσε σφιχτά γύρω-γύρω τα φυσίγγια με ένα χοντρό σπάγκο και ύστερα τα τύλιξε προσεκτικά σε μια εφημερίδα, αφήνοντας μόνο να βγαίνει η άκρη του φυτιλιού από ένα μικρό άνοιγμα. Έχωσε την αυτοσχέδια βόμβα στην τσάντα του και σηκώθηκε. «Πάει κι αυτό», έκανε με ανακούφιση τρίβοντας τα χέρια του. Πήρε τη μοναδική καρέκλα του δωματίου, την έφερε κοντά στο τραπέζι και κάθισε. Έβγαλε από τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα σημειωματάριο μαζί με ένα κοντό μολύβι και το άνοιξε πάνω στο τραπέζι. Σάλιωσε το μολύβι με τη γλώσσα του κι άρχισε να γράφει.

***

Όλη του η ζωή δεν ήταν παρά μια διαδοχή από αποτυχίες και απογοητεύσεις. Από όταν ανοίχτηκαν τα μάτια του στον κόσμο, η φτώχια είχε πάντα σταθεί η πιο πιστή του σύντροφος. Ότι κι αν είχε δοκιμάσει για να ξεφύγει από τις δαγκάνες της είχε αποβεί μάταιο. Παιδί ακόμα εγκατέλειψε την ιδιαίτερη πατρίδα του στις Αρδέννες και ανέβηκε στο Παρίσι για να βρει την τύχη του. Από την αρχή όμως τα πράγματα του πήγαν στραβά. Εντελώς απένταρος όπως ήταν, αναγκάστηκε να κλέψει κάτι για να φάει, αλλά τον έπιασαν κι έτσι κατέληξε στη φυλακή.

***

Μετά την αποφυλάκισή του έκανε όλες τις δουλειές. Έγινε με τη σειρά: βοηθός ζαχαροπλάστη, σιδηρουργός, βυρσοδέψης, τσαγκάρης. Αυτά που έβγαζε όμως, μόλις και μετά βίας του έφταναν για να μην πεθάνει στην πείνα. Όταν μάλιστα γνώρισε τη Μαρία κι άρχισαν να ζουν μαζί κι όταν μετά από λίγο γεννήθηκε και το κοριτσάκι τους, τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Η αδυναμία του να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του τον έφερνε σε απόγνωση. Το μόνιμο αίσθημα κατωτερότητας που τον κατείχε, τον έκανε να θεωρεί πάντα τον εαυτό του σαν τον πρώτο υπεύθυνο για κάθε αναποδιά που του τύχαινε στη ζωή του.

Μετά από αλλεπάλληλες, άκαρπες προσπάθειες για να καλυτερέψει τη μοίρα του, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο απελπισίας, που σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Αυτό που τον κράτησε να μην το κάνει ήταν μια μεταστροφή που σιγά-σιγά συντελέστηκε στην αντίληψή του για τη ζωή. Καθώς δηλαδή ο καιρός περνούσε και η πίκρα στάλα-στάλα σωρευόταν στην καρδιά του, ένα συναίσθημα οργής άρχισε να παίρνει ρίζες και να φουντώνει στα σωθικά του.

Άξαφνα όλο του το είναι έμοιαζε να επαναστατεί ενάντια στην κακή του μοίρα και μαζί μ’ αυτήν σε ό,τι άλλο τριγύρω του στον κόσμο συνέτεινε στο να τον κρατά βυθισμένο στην εξαθλίωση. Συνειδητοποιούσε ότι η υποθετική ακαματωσύνη του δεν αρκούσε για να εξηγήσει την αθλιότητα της κατάστασής του, που άλλωστε τη μοιραζόταν με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους στον κόσμο. Του γινόταν φανερό πως το γεγονός ότι παρ’ όλες του τις προσπάθειες δεν κατάφερνε να δει μια άσπρη μέρα, ότι παρά την πολύωρη, εξοντωτική καθημερινή δουλειά δεν κατόρθωνε να εξασφαλίσει στην γυναίκα και το παιδί του μια αξιοπρεπή ύπαρξη, δεν οφειλόταν στη δική του ανεπάρκεια, παρά αποτελούσε τη φυσική συνέπεια της λειτουργίας ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας από μια κάστα πλουτοκρατών, πολιτικάντηδων, γραφειοκρατών και λοιπών προνομιούχων κατεργαρέων.

Στις συντροφιές των σοσιαλιστών, όπου σύχναζε εδώ και λίγο καιρό, άκουγε συχνά να μιλούν για τη μεγάλη επανάσταση, που θα σάρωνε, θα ανέτρεπε εκ βάθρων την αστική κοινωνία της ανισότητας και της εκμετάλλευσης και θα εγκαθιστούσε στη θέση της την κοινωνία της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης των λαών.

Κανείς όμως δεν ήξερε να πει πότε θα ερχόταν αυτή η μέρα. Θα έπρεπε, λοιπόν, να συνεχίσει να υπομένει την άχαρη ζωή του της κακομοιριάς και της ανέχειας, χωρίς άλλο στήριγμα από την εύθραυστη ελπίδα μια μελλοντικής δικαίωσης, που ο ίδιος μάλλον δε θα προλάβαινε να τη γευτεί; Όχι, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Της ποθητής αυτής επανάστασης ποθούσε να γίνει αυτός ο προπομπός. Δεν είχε φυσικά τη δύναμη να προκαλέσει μόνος του την πλατειά, τη μεγαλειώδη, παθιασμένη καταστροφή που θα άνοιγε το δρόμο στη νέα εποχή, μπορούσε όμως να προϊδεάσει τον κόσμο για την εκπλήρωσή της, με μια πράξη συμβολική. Χτυπώντας την τάξη των εκμεταλλευτών μέσα στο ίδιο το άντρο της εξουσίας της. Η ιδέα αυτή ωρίμαζε μέσα του μέρα με τη μέρα και σήμερα είχε έρθει η στιγμή να την πραγματοποιήσει.

Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε τρεις. Έπρεπε να πηγαίνει. Έβαλε ξανά στην τσέπη του το σημειωματάριο, πήρε από κάτω την τσάντα, έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο μην τυχόν κι είχε ξεχάσει τίποτα και βγήκε.

***

Την επομένη δεν υπήρχε χώρος στις σελίδες των εφημερίδων για άλλη είδηση: «Η έσχατη βεβήλωση! Η τρομοκρατία είχε χτυπήσει μέσα στην ίδια τη Βουλή! Την προηγούμενη το απόγευμα, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των αντιπροσώπων του λαού, ένας άγνωστος είχε ρίξει μια βόμβα από το δεύτερο εξώστη. Η έκρηξη τραυμάτισε κάποιους βουλευτές κι έσπειρε τον πανικό στους παρευρισκομένους. Η αστυνομία προέβη αμέσως σε μαζικές συλλήψεις ανάμεσα στους κύκλους των αναρχικών, λίγες ώρες όμως αργότερα, ο δράστης παρουσιάστηκε αυτοβούλως στις αρχές και ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του».

Η δίκη του έγινε λίγο καιρό αργότερα. Όλα ήταν προδιαγραμμένα. Η τιμωρία θα έπρεπε να είναι παραδειγματική. Από το ύψος της έδρας του, ο πρόεδρος του δικαστηρίου κατακεραύνωσε τον κατηγορούμενο με τα λόγια: «Τα χέρια σας, κύριε, είναι κόκκινα από το αίμα!»

Μα εκείνος τον κοίταξε ήρεμα.

«Όχι τόσο όσο η τήβεννος σας, κύριε Πρόεδρε», απάντησε με φωνή που δεν είχε ούτε υποψία ειρωνείας. «Εσείς έχετε στείλει στο θάνατο δεν ξέρω πόσους ανθρώπους, ενώ εγώ δε σκότωσα κανένα και ούτε είχα πρόθεση να σκοτώσω. Αν πράγματι το επιθυμούσα, θα είχα βάλει μύδρους μες στη βόμβα μου».

***

Τον καταδίκασαν σε θάνατο. Στο άκουσμα της απόφασης στράφηκε προς το ακροατήριο και φώναξε: «Ζήτω η Επανάσταση!»

Τον εκτέλεσαν λίγες μέρες αργότερα. Ο τάφος του στο νεκροταφείο του Ιβρύ έγινε τόπος λαϊκού προσκυνήματος. Άντρες, γυναίκες και παιδιά περνούσαν κάθε μέρα και απόθεταν, άλλος μια μαύρη ή μια τρίχρωμη ταινία και άλλος πάλι ένα χαιρετισμό, ένα μήνυμα ή κάποιο ποίημα. Για κάμποσο καιρό, μπορούσε ακόμα να δει κανείς γραμμένη με κιμωλία πάνω στην πλάκα, με αδέξια, παιδικά γράμματα, μια φράση που έλεγε: «Εγώ τώρα είμαι παιδί, μα σαν μεγαλώσω, θα κάνω αυτό που δεν πρόλαβες εσύ».

Ο.Η.

(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ φύλλο 43, Οκτώβριος 2005)